- σφιγκτώς
- Αεπίρρ. βλ. σφιχτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφιγκτῶς — σφιγκτός tight bound adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek